- αλαλησιά
- η [αλάλητος]1. παρατεταμένη σιωπή, αλαλιά2. το να λέει κανείς λίγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… … Dictionary of Greek